- δίσποντος
- -η, -ο1. (για καραμπόλα στο μπιλιάρδο) αυτή που γίνεται με δύο χτυπήματα τής μπίλιας στις πλευρές (σπόντες)2. το ουδ. ως ουσ. το δίσποντοεργαλείο παπουτσή με ξύλινη λαβή που έχει δύο αιχμές χαλύβδινες και χρησιμεύει για να χαράζει τα καττύματα στις ραφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + πόντος].
Dictionary of Greek. 2013.